πλουτώ

πλουτώ
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού και της Τηθύας, μια από τις Ναϊάδες, που σύμφωνα με τον Ησίοδο λεγόταν και Βοώπις. Κατά τον ομηρικό ύμνο προς τη Δήμητρα, η Π. ήταν συμπαίκτρια της Περσεφόνης όταν την άρπαξε ο Άδης. 2. Κόρη του Κρόνου, μητέρα του Τάνταλου, του ηγεμόνα της Λυδίας και, σύμφωνα με τους τραγικούς ποιητές, πατέρα του Πέλοπα.
* * *
πλουτῶ, -έω, ΝΜΑ [πλούτος]
είμαι πλούσιος, εύπορος
νεοελλ.
(για το φως) προσδίδω λάμψη, λαμπρότητα («όταν το φως επλούτει τα βουνά και τα κύματα», Κάλβ.)
μσν.-αρχ.
έχω κάτι σε αφθονία
αρχ.
φρ. α) «πλουτῶ ἐκ τῶν ἀλλοτρίων» — πλουτίζω από ξένη περιουσία
β) «πλουτῶ ἀπὸ τῶν κοινῶν» — πλουτίζω από τα χρήματα τού δημοσίου
γ) «πλουτῶ πλοῡτον» — αποκτώ πλούτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πλουτῶ — Πλουτώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πλουτώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλουτώ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλουτώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού και της Τηθύας, μια από τις Ναϊάδες, που σύμφωνα με τον Ησίοδο λεγόταν και Βοώπις. Κατά τον ομηρικό ύμνο προς τη Δήμητρα, η Π. ήταν συμπαίκτρια της Περσεφόνης όταν την άρπαξε ο Άδης. 2. Κόρη του… …   Dictionary of Greek

  • πλουτώ — πλούτησα, είμαι ή γίνομαι πλούσιος, αποχτώ πλούτη: Πλούτησε πολύ σύντομα στην ξενιτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλουτῶ — πλουτέω to be rich pres subj act 1st sg (attic epic doric) πλουτέω to be rich pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλούτω — Πλοῦτος wealth masc nom/voc/acc dual Πλοῦτος wealth masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλούτω — πλοῦτος 1 wealth masc nom/voc/acc dual πλοῦτος 1 wealth masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλούτῳ — Πλοῦτος wealth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλούτῳ — πλοῦτος 1 wealth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὔτε ἴππῳ χωρὶς χαλινοῦ οὔτε πλούτω χωρὶς λογισμοῦ δυνατὸν ἀσφαλῶς χρήσασθαι. — См. Саврас без узды …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”