Πλουτῶ — Πλουτώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πλουτώ fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλουτώ — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλουτώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού και της Τηθύας, μια από τις Ναϊάδες, που σύμφωνα με τον Ησίοδο λεγόταν και Βοώπις. Κατά τον ομηρικό ύμνο προς τη Δήμητρα, η Π. ήταν συμπαίκτρια της Περσεφόνης όταν την άρπαξε ο Άδης. 2. Κόρη του… … Dictionary of Greek
πλουτώ — πλούτησα, είμαι ή γίνομαι πλούσιος, αποχτώ πλούτη: Πλούτησε πολύ σύντομα στην ξενιτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλουτῶ — πλουτέω to be rich pres subj act 1st sg (attic epic doric) πλουτέω to be rich pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλούτω — Πλοῦτος wealth masc nom/voc/acc dual Πλοῦτος wealth masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτω — πλοῦτος 1 wealth masc nom/voc/acc dual πλοῦτος 1 wealth masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλούτῳ — Πλοῦτος wealth masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτῳ — πλοῦτος 1 wealth masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὔτε ἴππῳ χωρὶς χαλινοῦ οὔτε πλούτω χωρὶς λογισμοῦ δυνατὸν ἀσφαλῶς χρήσασθαι. — См. Саврас без узды … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)